- Τερβινθεύς
- ὁ, Αβλ. Τερμινθεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τερμινθεύς — καί Τερβινθεύς, έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) προσωνυμία τού θεού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμινθος / τερέβινθος «είδος φυτού» + επίθημα εύς (πρβλ. λαχαν εύς)] … Dictionary of Greek